- νεκροφύλακας
- [-αξ (-ακος)] ο сторож при морге
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεκροφύλακας — ο (ΑΜ νεκροφύλαξ, ακος) αυτός που φυλάγει άταφους νεκρούς νεοελλ. υπάλληλος νεκροφυλακείου … Dictionary of Greek
νεκροφυλακείο — το οίκημα σε νεκροταφείο ή νοσοκομείο, όπου φυλάσσονται προσωρινά οι νεκροί. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροφύλακας. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek